- πανάκτειος
- πᾰν-άκτειος, ον, in Nic.Th.626, π. κονίλη, expld. by Sch. either as ἡ ἐπὶ πάσῃ ἀκτῇ φυομένη or as a poet. form of πανάκειος; cf. [full] πάνακτος· ὀρίγανος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανάκτειος — πανάκτειος, ον (Α) 1. (πιθ. ερμ.) αυτός που φύεται σε όλη την ακτή («πανάκτειος κονίλη», Νίκ.) 2. (κατά δ. ερμ.) αυτός που θεραπεύει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναφορικά προς την πρώτη πιθανή ερμηνεία της λ. < παν * + ἀκτή, ενώ αναφορικά προς τη… … Dictionary of Greek
πανάκτειος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάκτειον — πανάκτειος masc/fem acc sg πανάκτειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανακτείῳ — πανάκτειος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνακτος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀρίγανος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παν * + ἀκτή (βλ. λ. πανάκτειος)] … Dictionary of Greek